κυνοπρόσωπος

κυνοπρόσωπος
κυνοπρόσωπος, -ον (Α)
1. αυτός που μοιάζει με σκύλο, σκυλομούρης
2. κυνοκέφαλος*.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)*- + πρόσωπον].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κυνοπρόσωπος — dog faced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοπρόσωπον — κυνοπρόσωπος dog faced masc/fem acc sg κυνοπρόσωπος dog faced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοπροσώπου — κυνοπρόσωπος dog faced masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοπροσώπους — κυνοπρόσωπος dog faced masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοπρόσωπα — κυνοπρόσωπος dog faced neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοπρόσωπε — κυνοπρόσωπος dog faced masc/fem voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κυνοπρόσωποι — κυνοπρόσωπος dog faced masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πρόσωπο — Μέρος της κεφαλής που βρίσκεται κάτω από το μπροστινό τμήμα του κρανίου. Ο σκελετός του αποτελείται από 6 ζυγά οστά (άνω γνάθος, ζυγωματικό οστό, δακρυϊκό οστό, ρινικό οστό, κάτω ρινική κόγχη, υπερώιον) και από δύο μονά (κάτω γνάθος και ύνις)· τα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”